- μετέκδυμα
- μετέκδυμα, τὸ (Α) [μετεκδύομαι]μτφ. στον πληθ. τὰ μετεκδύματαα) ενδύματα τα οποία αλλάζει κάποιος το ένα μετά το άλλοβ) αλλαγές τής ενδυμασίας («πολλά τύφου μετεκδύματα ὑπόκειται», Στοβ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετεκδύματα — μετέκδυμα changes of clothing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)